- μπερ(ε)κετλίδικος
- η , ο изобильный, обильный;
μπερ(ε)κετλίδικη σοδειά — богатый урожай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπερ(ε)κετλίδικη σοδειά — богатый урожай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπερ(ε)κετλίδικος — η, ο θηλ. και ία αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μπερεκέτι, αυτός που υπάρχει σε αφθονία, πλούσιος, μπόλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερεκετλής + κατάλ. ίδικος … Dictionary of Greek